-
1 нотариальный
нотариальный: \нотариальныйая контора το συμβολαιογραφείο* * *нотариа́льная конто́ра — το συμβολαιογραφείο
-
2 контора
το γραφείοглавная фин. - το κεντρικό κατάστημα (τράπεζας, επιχείρησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контора
-
3 контора
контор||аж τό γραφεῖο[ν]:почтовая \контора τό ταχυδρομείο· нотариальная \контора τό συμβολαιογραφείο. -
4 контора
-ы θ.γραφείο, υπηρεσία, λογιστήριο καθώς και το ίδρυμα•нотариальная συμβολαιογραφείο•
частная контора ιδιωτικό γραφείο.
-
5 нотариальный
επ.συμβολαιογραφικός•-ая контора συμβολαιογραφείο.
-
6 нотариат
-а α.συμβολαιογραφείο.
См. также в других словарях:
συμβολαιογραφείο — το, Ν το γραφείο τού συμβολαιογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
συμβολαιογραφείο — το το γραφείο του συμβολαιογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάθετος — η, ο [καταθέτω] αυτός που δεν έχει κατατεθεί σε τράπεζα, συμβολαιογραφείο κ.λπ. «ακατάθετα χρήματα», «ακατάθετη διαθήκη» … Dictionary of Greek
καγκέλλον — καγκέλλον, τὸ (Μ) (ιδίως στα Ιόνια νησιά) συμβολαιογραφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξεν. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
Μαλό, Εκτόρ Ανρί — (Hector Henri Malot, Λα Μπουίγ, 1830 – Φοντενε σου Μπουά, 1907). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε να γράφει εργαζόμενος στο συμβολαιογραφείο του πατέρα του. Το πρώτο του βιβλίο, Οι εραστές (Les amants, 1859), γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Συνέχισε στο ίδιο… … Dictionary of Greek
Τσελεμεντές, Νικόλαος — (1878 – 1969). Δάσκαλος της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής. Καταγόταν από τη Σίφνο και αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος συμβολαιογραφείου. Eπειδή είχε εξαιρετική κλίση στη μαγειρική, εγκατέλειψε το συμβολαιογραφείο και πήγε στη Βιέννη, όπου… … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το 1. συμφωνητικό που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο: Υπέγραψαν όλοι οι κληρονόμοι το συμβόλαιο πώλησης του κτήματός τους. 2. «Ο λόγος του είναι συμβόλαιο», είναι αξιόπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)